Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι ταραχές

  • 1 волнение

    волнение с 1) (беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία 2) (на море) η θαλασσοταραχή 3) мн.: \волнениея (народные) οι ταραχές
    * * *
    с
    1) ( беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία
    2) ( на море) η θαλασσοταραχή
    3) мн.

    волне́ния (народные) — οι ταραχές

    Русско-греческий словарь > волнение

  • 2 беспорядок

    -дка α.
    ακαταστασία, αταξία, ρεμπελιά. ||πλθ. ταραχές•

    студенческие -и φοιτητικές ταραχές.

    εκφρ.
    бежать в -е – φεύγω άτακτα.

    Большой русско-греческий словарь > беспорядок

  • 3 смутить

    смущу, смутишь
    κ. παλ. смучу, смутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смущнный, βρ: -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. θολώνω•

    смутить пруд θολώνω τη δεξαμενή.

    2. προκαλώ ταραχές, αναστατώνω. || βάζω σε γκρίνιες• σπέρνω διχόνοιες.
    3. διαταράσσω•

    смутить покой διαταράσσω την ησυχία•

    смутить душу διαταράσσω την ψυχική γαλήνη.

    4. βλ. прельстить.
    5. προκαλώ σύγχυση, αναστάτωση, αναστατώνω. || συγχύζομαι, εκλαμβάνω άλλο αντ άλλου.
    1. θολώνομαι.
    2. ξεσηκώνομαι, ξεσπώ (για ταραχές).
    3. ταράσσομαι• συγχύζομαι• αναστατώνομαι. || αμφιταλαντεύομαι• αμφιβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > смутить

  • 4 беспорядки

    беспорядки
    мн. (волнения) οἱ ταραχές [-αί].

    Русско-новогреческий словарь > беспорядки

  • 5 волнение

    волнени||е
    с
    1. (на море) ἡ φουσκοθα-λασσιά, ἡ θαλασσοταραχή·
    2. перен ἡ ταραχή, ἡ συγκίνηση [-ις], ἡ ἀνησυχία:
    прийти́ в \волнение συγκινούμαι, ταράζομαι, ἀνησυχῶ·
    3. \волнениея мн. (народные) οἱ ταραχές.

    Русско-новогреческий словарь > волнение

  • 6 волнение

    ουδ.
    1. κύμανση, ταραχή του νερού.
    2. μτφ. ταραχή, ανησυχία•

    жизнь, полная тревог и -ий η ζωή είναι γεμάτη από φόβους και ταραχές.

    3. μτφ. αναβρασμός•

    волнение рабочих αναβρασμός των εργατών.

    Большой русско-греческий словарь > волнение

  • 7 волновать

    -ную, -нуешь, μτχ. ενστ. волнующий, ρ.δ.μ.
    1. ταράζω, προκαλώ σάλο, κύματα, τρικυμίζω.
    2. μτφ. ανησυχώ•

    эти вести меня -ют αυτές οι ειδήσεις με ανησυχούν.

    3. παλ. παρακινώ σε ταραχές.
    1. (δια)κυμαίνομαι, κυματίζω• γίνομαι τρικυμιώδης.
    2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι• συγκινούμαι.
    3. αγαναχτώ.

    Большой русско-греческий словарь > волновать

  • 8 пресечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк
    -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•

    войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.

    || διακόπτω, κόβω•

    председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.

    2. (παλ.) εμποδίζω•

    он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•

    пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.

    σταματώ, παύω, κόβομαι•

    разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•

    голоса -клись οι φωνές έπαψαν.

    Большой русско-греческий словарь > пресечь

  • 9 смутьянить

    ρ.δ. (απλ.) υποκινώ ταραχές. || σπέρνω διχόνοιες.

    Большой русско-греческий словарь > смутьянить

  • 10 хулиганить

    -ню, -нишь
    ρ.δ. αλητεύω, προξενώ ταραχές.

    Большой русско-греческий словарь > хулиганить

См. также в других словарях:

  • Πατριωτικά — Ταραχές στην Αθήνα το 1866 με σκοπό την απομάκρυνση από την Ελλάδα του Γερμανού Σπόνεκ, συμβούλου του βασιλιά Γεωργίου A’ …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»